κλονώ

κλονώ
(AM κλονῶ, -έω) [κλόνος]
ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ.
β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.)
αρχ.
1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. κλονοῡμαι, -έομαι
α) τρέχω ορμητικά, ορμώ («τοὺς γὰρ ἀνώγειν σφοὺς ἵππους ἔχεμεν, μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.)
β) ανατινάσσομαι, χοροπηδώ
γ) (για μέλισσες) δημιουργώ σμήνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλονῶ — κλονέω drive tumultuously pres subj act 1st sg (attic epic doric) κλονέω drive tumultuously pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνῳ — κλόνος confused motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλονώ — έω, Α [κλονώ] 1. κλονώ, σείω, από παντού 2. μάχομαι γύρω από κάτι 3. παθ. περικλονοῡμαι, έομαι (για σύννεφα) συγκεντρώνομαι, συμπυκνώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία …   Dictionary of Greek

  • ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… …   Dictionary of Greek

  • διακλονώ — διακλονῶ ( έω) (AM) [κλονώ] σείω δυνατά, διασείω, συνταράσσω …   Dictionary of Greek

  • επικλονώ — ἐπικλονῶ, έω (Α) 1. συνταράσσω κάποιον («θρασέες γὰρ ἐπεκλονέεσκον ἔρωτες», Απολλ. Ρόδ.) 2. διεγείρω, παροξύνω 3. παθ. ἐπικλονοῡμαι, έομαι ορμώ με θόρυβο, προχωρώ ορμητικά («ὄπισθεν ἐπεκλονέοντο γυναῑκες, γηθόσυναι ξείνῳ», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκλονώ — ἑτεροκλονῶ, έω (Α) σείω προς το ένα μέρος, προς τη μία πλευρά («ἑτεροκλονέων τε κάρηνον», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλονώ] …   Dictionary of Greek

  • ευκλόνητος — εὐκλόνητος, ον (Α) αυτός που κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλονητος (< κλονώ), πρβλ. α κλόνητος] …   Dictionary of Greek

  • καλολογίζω — (Μ) λέω καλά λόγια για κάποιον, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καλολογώ σχηματισμένος από τον αόρ. ἐκαλολόγησα (πρβλ. κλονῶ ἐκλόνησα κλονίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”