κλονῶ — κλονέω drive tumultuously pres subj act 1st sg (attic epic doric) κλονέω drive tumultuously pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνῳ — κλόνος confused motion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλονώ — έω, Α [κλονώ] 1. κλονώ, σείω, από παντού 2. μάχομαι γύρω από κάτι 3. παθ. περικλονοῡμαι, έομαι (για σύννεφα) συγκεντρώνομαι, συμπυκνώνομαι … Dictionary of Greek
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
διακλονώ — διακλονῶ ( έω) (AM) [κλονώ] σείω δυνατά, διασείω, συνταράσσω … Dictionary of Greek
επικλονώ — ἐπικλονῶ, έω (Α) 1. συνταράσσω κάποιον («θρασέες γὰρ ἐπεκλονέεσκον ἔρωτες», Απολλ. Ρόδ.) 2. διεγείρω, παροξύνω 3. παθ. ἐπικλονοῡμαι, έομαι ορμώ με θόρυβο, προχωρώ ορμητικά («ὄπισθεν ἐπεκλονέοντο γυναῑκες, γηθόσυναι ξείνῳ», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ετεροκλονώ — ἑτεροκλονῶ, έω (Α) σείω προς το ένα μέρος, προς τη μία πλευρά («ἑτεροκλονέων τε κάρηνον», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλονώ] … Dictionary of Greek
ευκλόνητος — εὐκλόνητος, ον (Α) αυτός που κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλονητος (< κλονώ), πρβλ. α κλόνητος] … Dictionary of Greek
καλολογίζω — (Μ) λέω καλά λόγια για κάποιον, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καλολογώ σχηματισμένος από τον αόρ. ἐκαλολόγησα (πρβλ. κλονῶ ἐκλόνησα κλονίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek